κωμαίος

κωμαίος
κωμαῑος, -αία, -ον (Α) [κώμη]
αυτός που κατοικεί σε κώμη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κωμαίοις — κωμαῖος of a village masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμαίου — κωμαῖος of a village masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώμη — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, 43 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεβιδίου. 2. Ημιορεινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”